- κυτο-
- βιολ. βλ. κυτταρο-.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυτταρο- — και κυτο πρώτα συνθετικά όρων τής βιολογίας και τής βιοχημείας, τα οποία ανάγονται στις λ. κύτταρο και κύτος («κοιλότητα»), αντιστοίχως. Οι όροι αυτοί είναι είτε αποδόσεις ξεν. όρων (πρβλ. κυτταρίτιδα < αγγλ. cellulitis) είτε αντιδάνειοι (πρβλ … Dictionary of Greek
ιμαλιά — Μυθολογικό πρόσωπο. Η Ι. ήταν μία από τις Τελχίνιες νύμφες, την οποία λάτρευαν στην Ιαλυσό της Ρόδου. Ο Δίας γονιμοποίησε την Ι., που γέννησε τον Σπαρταίο, τον Κρόνιο και τον Κύτο ή Κύτιο. * * * ἱμαλιά, ἡ (Α) η άχνη από το αλεύρι κατά το άλεσμα,… … Dictionary of Greek
πινοκύτωση — ή πινοκυττάρωση, η, Ν βιολ. διαδικασία κατά την οποία υγρά σταγονίδια εισάγονται στα ζωντανά κύτταρα, αλλ. κυτταροποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pinocytosis (< πίνω + cytosis, βλ. λ. κύτταρο και κυτο )] … Dictionary of Greek
σπληνοκύτταρο — το, Ν ιατρ. παλαιότερη ονομασία τού μεγάλου μονοπύρηνου φαγοκυττάρου το οποίο μεταναστεύει στη σπλήνα και παραμένει σ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenocyte (< σπλήνα + cyte < κύτος «κοιλότητα» βλ. και λ. κύτταρο / κυτο )] … Dictionary of Greek
τροφοκύτταρο — το, Ν βιολ. κύτταρο με θρεπτικό ρόλο στην ωοθήκη ή στον όρχι τών εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trophocyte < τροφή / τροφός + κύτταρο (βλ. λ. κυτταρο / κυτο )] … Dictionary of Greek